- δῄωσαν
- δηιόωcut downaor ind act 3rd pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηώνω — δήωσα, λεηλατώ και καταστρέφω έπειτα από εισβολή: Οι εχθροί δήωσαν τα μνημεία της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)